μινίστρος

μινίστρος
ο
(κατά τους πρώτους χρόνους τού ελληνικού κράτους) ο υπουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < minister, ministris «υπουργός, υπηρέτης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κριαράς — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών από τα Σφακιά της Κρήτης. 1. Ανδρέας. Αρχικά υπηρέτησε ως γραμματικός και αργότερα έγινε πλοίαρχος στον καταδρομικό στολίσκο του Λάμπρου Κατσώνη. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1816 στην Οδησσό και από εκεί… …   Dictionary of Greek

  • Παπαδιαμαντόπουλος, Ιωάννης — I (Αθήνα 1856 – Σεν Μαντέ 1910). Ελληνογάλλος ποιητής. Νέος εγκαταστάθηκε στο Παρίσι (1880), με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Jean Moréas. Πριν εγκαταλείψει την Αθήνα, δημοσίευσε την ποιητική συλλογή Τρυγόνες και έχιδναι (1878), η οποία, κατά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”